ξεθύμασμα

ξεθύμασμα
τό
1) испарение, улетучивание, выдыхание; 2) перен. ослабевание, утихание; 3) обрушивание (гнева и т. п.); 4) мед. прыщик; угорь (особенно у молодых людей)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξεθύμασμα" в других словарях:

  • ξεθύμασμα — το [ξεθυμαίνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθυμαίνω, εξάτμιση, εξαέρωση, ξέσπασμα, ξεθύμωμα, εξασθένηση, καταπράυνση 2. στον πληθ. τα ξεθυμάσματα ιατρ. δερματικά εξανθήματα τού προσώπου που εμφανίζονται συνήθως στα νεαρά άτομα …   Dictionary of Greek

  • ξεθύμασμα — το, ατος 1. εξάτμιση. 2. ξέσπασμα, ανακούφιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκπνευση — η (AM ἔκπνευσις) 1. εκπνοή 2. ξεφούσκωμα, ξεθύμασμα …   Dictionary of Greek

  • διαφυγή — η (AM διαφυγή) γλυτωμός νεοελλ. (για υγρά ή αέρια) η έξοδος μέσα από ρωγμές ή πόρους, διαρροή, ξεθύμασμα (αερίων) μσν. καταφυγή*, καταφύγιο …   Dictionary of Greek

  • εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… …   Dictionary of Greek

  • εξάτμιση — η 1. η μετατροπή υγρού σε ατμό ή άλλο αέριο χωρίς βρασμό, εξαέρωση, ατμοποίηση, ξεθύμασμα. 2. η διαφυγή ατμού ή αερίου από κλειστό δοχείο ή από κινητήρα. 3. το μέρος απ όπου γίνεται αυτή η διαφυγή: Στράβωσε η εξάτμιση του αυτοκινήτου. 4. μτφ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκάκιωμα — το, ατος αποβολή του θυμού, ξεθύμασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»